ρουσφετολογία

ρουσφετολογία
η Ν
η επιδίωξη ή παροχή ρουσφετιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουσφετολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρουσφετολογία — η συναλλαγή με ρουσφέτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ρουσφετολογικός — ή, ό, Ν [ρουσφετολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρουσφετολογία ή στον ρουσφετολόγο …   Dictionary of Greek

  • Κωλέττης, Ιωάννης — (Συρράκο Ηπείρου 1780 ή 1784 – Αθήνα 1847). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας (1844 47). Σπούδασε ιατρική στην Πίζα της Ιταλίας, όπου επηρεασμένος από τις μυστικές επαναστατικές οργανώσεις των καρμπονάρων ίδρυσε, με τη… …   Dictionary of Greek

  • μικροπολιτική — η η πολιτική που ασχολείται με μικρά και ασήμαντα ζητήματα, η ασχολία του επαγγελματία πολιτικού με μικροπράγματα, η ρουσφετολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρουσφετολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη ρουσφετολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναλλαγή — η 1. ανταλλαγή κάποιου πράγματος με άλλο, δοσοληψία: Δεν είναι έντιμος στις συναλλαγές του. – Ασχολείται με πολύ επικερδείς συναλλαγές. 2. μτφ., παροχή ανταλλαγμάτων για παράνομη υποστήριξη, ρουσφετολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”